Από τις έρευνες της ΕΕ έχει διαπιστωθεί ότι, προκειμένου οι απόφοιτοι ΕΕΚ να είναι ανθεκτικοί σε μια μεταβαλλόμενη αγορά εργασίας, είναι επιτακτική ανάγκη να έχουν ισχυρές θεμελιώδεις δεξιότητες
Οι ραγδαίες εξελίξεις της τεχνολογίας έχουν οδηγήσει τους παράγοντες της αγοράς εργασίας σε διαδικασίες ανακατατάξεων των παραγωγικών λειτουργιών, αναδιατάξεων των θέσεων εργασίας, αναθεωρήσεων των έως τώρα καθιερωμένων τρόπων παραγωγής, επαναπροσδιορισμού των μεθόδων παραγωγικής διαδικασίας.
Τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα και οι απαραίτητες εργασιακές δεξιότητες τίθενται σε ευθεία αμφισβήτηση, με το φάσμα της ανεργίας να απειλεί το εργατικό δυναμικό που παραμένει εκτός διαδικασιών επανεκπαίδευσης και επανακατάρτισης. Η Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΕΚ) καλείται να διαχειριστεί την νέα εργασιακή πραγματικότητα, προσφέροντας όλα εκείνα τα εκπαιδευτικά και επαγγελματικά εφόδια, με τη μορφή επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων, τα οποία θα ενισχύσουν την επαγγελματική φαρέτρα των εργαζομένων, χωρίς να παραγνωρίζεται ο πολυδιάστατος εκπαιδευτικός ρόλος που, επίσης, καλείται να υπηρετήσει.
«Η Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΕΚ) πρέπει να νοείται ως η εκπαίδευση και η κατάρτιση που στοχεύει στον εφοδιασμό των νέων και των ενηλίκων, με γνώσεις, τεχνογνωσία, δεξιότητες και / ή ικανότητες που απαιτούνται σε συγκεκριμένα επαγγέλματα ή ευρύτερα στην αγορά εργασίας και μπορεί να παρέχεται στην τυπική και στην μη τυπική μορφή εκπαίδευσης, σε όλα τα επίπεδα του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων (EQF), συμπεριλαμβανομένης και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».
Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ΕΕΚ περιλαμβάνει τους μισούς περίπου μαθητές της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), ενώ προσφέρει την δυνατότητα στα δύο τρίτα των εργαζομένων της ΕΕ να αναβαθμίζουν ή να επαναπροσδιορίζουν τις επαγγελματικές τους δεξιότητες. Προετοιμάζει κατάλληλα τους νέους για την πρώτη τους εργασία, ενώ επιτρέπει στους ενήλικες να μάθουν νέες δεξιότητες και να αναπτύξουν τη σταδιοδρομία τους.
Στοιχεία της ΕΕ για το 2018, δείχνουν ότι το 48,4% των νέων Ευρωπαίων εγγράφηκαν στην ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και κατάρτιση, ενώ το 80% των αποφοίτων ΕΕΚ βρίσκουν την πρώτη μακροχρόνια δουλειά τους εντός έξι μηνών από την ολοκλήρωση των σπουδών τους. Και ακόμη, ενώ όλα τα άτομα σε ηλικία εργασίας που ζουν στην ΕΕ θα πρέπει να συμμετάσχουν σε περαιτέρω επαγγελματική κατάρτιση για να συμβαδίζουν με τις αλλαγές στην αγορά εργασίας, αυτοί που φροντίζουν για την επικαιροποίηση των επαγγελματικών τους δεξιοτήτων είναι λιγότεροι από τους μισούς.
Οι προβλέψεις του CEDEFOP για το 2030 εκτιμούν ότι το μερίδιο στην αγορά εργασίας των επαγγελμάτων ανάλογα με το επίπεδο προσόντων θα προσεγγίσει το 14% για τα χαμηλών προσόντων επαγγέλματα, το 45% για τα μεσαίων προσόντων επαγγέλματα και το 41% για τα υψηλών προσόντων επαγγέλματα, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά το 2016 ήταν: 19%, 48% και 32%.
Από τις έρευνες της ΕΕ έχει διαπιστωθεί ότι, προκειμένου οι απόφοιτοι ΕΕΚ να είναι ανθεκτικοί σε μια μεταβαλλόμενη αγορά εργασίας, είναι επιτακτική ανάγκη να έχουν ισχυρές θεμελιώδεις δεξιότητες.Ωστόσο, η έρευνα για τις δεξιότητες ενηλίκων δείχνει ότι, σε πολλές χώρες, οι απόφοιτοι της ΕΕΚ έχουν χαμηλότερες δεξιότητες αριθμητικής, αλφαβητισμού και επίλυσης προβλημάτων από τους αποφοίτους της γενικής εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις δεξιοτήτων ως το 2030 του CEDEFOP, κατά την μετάβαση στην επαγγελματική απασχόληση, η πόλωση της εργασίας αναμένεται να μεγαλώσει περαιτέρω: οι θέσεις εργασίας στο υψηλότερο και χαμηλότερο φάσμα δεξιοτήτων αναμένεται να αυξηθούν, ενώ οι μεσαίες θέσεις αναμένεται να μειωθούν. Συνολικά, τέσσερις στις πέντε νέες θέσεις εργασίας (το 80%) θα είναι σε επαγγέλματα υψηλής ειδίκευσης. Οι ίδιες προβλέψεις εκτιμούν ότι έως το 2030 οι ανάγκες της οικονομίας για εργατικό δυναμικό με υψηλό επίπεδο προσόντων θα αντιπροσωπεύουν περίπου το 41% της συνολικής απασχόλησης. Αυτό σημαίνει ότι ένα μη ασήμαντο ποσοστό εργαζομένων υψηλών προσόντων θα καταλήξουν σε θέσεις εργασίας που δεν ταιριάζουν με το επίπεδο εκπαίδευσης τους, με συνέπεια να διαμορφώνεται ένα εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, ένα σημαντικό μέρος του οποίου μπορεί να μην έχει την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τις δεξιότητες που έχουν συσσωρευτεί.
Ταυτόχρονα, ενδέχεται να υπάρξει εντατικοποίηση της εργασίας σε χαμηλότερα επίπεδα, αυξάνοντας τις ανάγκες δεξιοτήτων και καθιστώντας τα επαγγέλματα μεσαίου επιπέδου ακόμη πιο απαιτητικά.
Στοιχεία από την έρευνα δεξιοτήτων και θέσεων εργασίας του Cedefop δείχνουν ότι ένα σημαντικό μέρος του ευρωπαϊκού εργατικού δυναμικού βρήκε τις δεξιότητές τους κατά τον χρόνο πρόσληψής τους να είναι κατώτερες από εκείνες που απαιτούνται για την επαρκή εκτέλεση της εργασίας. Επομένως, είναι σημαντικό οι εκπαιδευτικές πολιτικές να συνεργάζονται με τους κοινωνικούς φορείς προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι εργαζόμενοι είναι εφοδιασμένοι με τις σωστές δεξιότητες. Επιπρόσθετα, τίθεται το ερώτημα για το πώς οι χαμηλά ειδικευμένοι, που μπορεί να ωθήθηκαν να αποδεχτούν χαμηλότερους μισθούς και εργασία σε κατώτερες θέσεις εργασίας, μπορούν να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της χαμηλής παραγωγικότητας και των χαμηλών μισθών.
Στις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκειμένου η ΕΕΚ να αποκτήσει στέρεη βάση για το μέλλον, περιλαμβάνονται τα παρακάτω:
⦁Ενίσχυση της δυνατότητας προσαρμογής των εκπαιδευτικών δομών και των διδασκόντων στις ολοένα αυξανόμενες και ευμετάβλητες διδακτικές απαιτήσεις, καθώς και στις ψηφιακές δεξιότητες.
⦁Περισσότερες ευκαιρίες μάθησης στον χώρο εργασίας, ιδιαίτερα μέσω του θεσμού της Μαθητείας
⦁Τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών της ΕΕΚ θα πρέπει να καλύπτουν τις ανάγκες της πράσινης ανάπτυξης και της ψηφιακής οικονομίας.
Στα επόμενα πέντε χρόνια, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), θα πρέπει:
⦁Το ποσοστό των απασχολούμενων πτυχιούχων να είναι τουλάχιστον 82%.
⦁Το 60% των πρόσφατα αποφοίτων από την ΕΕΚ να επωφελούνται από την μάθηση στους χώρους εργασίας κατά την επαγγελματική τους εκπαίδευση και κατάρτιση.
⦁Το 8% των μαθητών στην ΕΕΚ να επωφελούνται από μια μαθησιακή κινητικότητα στο εξωτερικό.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον δείκτη ESI (European Skills Index), για το 2020, σε επίπεδο δείκτη η χώρα μας βρίσκεται μόλις στην προτελευταία θέση.
Ειδικότερα:
⦁Στον πυλώνα: «Ανάπτυξη δεξιοτήτων» η χώρα μας κατατάσσεται στην 26η θέση, αποδίδοντας καλύτερα μόνο στην αναλογία μαθητή προς δάσκαλο στην προσχολική εκπαίδευση (κατάταξη στην 9η θέση), καθώς και στις υψηλές δεξιότητες υπολογιστών (15η θέση).
⦁Στον πυλώνα: «Ενεργοποίηση δεξιοτήτων» η Ελλάδα κατατάσσεται στην 27η θέση, παρουσιάζοντας χαμηλά ποσοστά στην «Ενεργοποίηση των δεξιοτήτων στους νέους ηλικίας 20-24 ετών» (30η θέση). Στην τελευταία θέση βρίσκεται η χώρα μας και στον δείκτη: «συμμετοχή στην αγορά εργασίας πρόσφατα αποφοιτησάντων», ενώ εμφανίζει καλύτερη θέση στον δείκτη: «Πρόωρη εγκατάλειψη της εκπαίδευσης και της κατάρτισης» (8η θέση).
⦁Στον πυλώνα: «Αντιστοίχιση δεξιοτήτων», η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση, με χαμηλές βαθμολογίας σε όλους τους δείκτες του πυλώνα αυτού. Την καλύτερη (25η θέση) από τους δείκτες αυτούς έχει ο δείκτης: «Εργαζόμενοι εκπαιδευτικού επιπέδου ISCED 5-8, με χαμηλά εισοδήματα».
⦁Η Ελλάδα κατατάσσεται στην χαμηλότερη (χειρότερη) θέση και στον υποπυλώνα: «Αναντιστοιχία δεξιοτήτων». Στην τελευταία αυτή θέση η Ελλάδα παρέμεινε τόσο το 2016 όσο και το 2017.
Γενικότερα, από το 2018 ως το 2020 η χώρα μας συνεχίζει να βρίσκεται στην προτελευταία θέση του δείκτη, μη σημειώνοντας καμία θετική μεταβολή.
Κατηγοριοποιώντας τα επαγγέλματα με κριτήριο το επίπεδο των προσόντων που απαιτούνται για την εκτέλεσή τους, από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι οι μεγαλύτερες ελλείψεις σε δεξιότητες στην χώρα μας αφορούν στα επαγγέλματα μεσαίων προσόντων (42,6%), έναντι 35,2% για τα επαγγέλματα υψηλών προσόντων και 22,2% για αυτά των χαμηλών προσόντων). Οι επιχειρήσεις ιεραρχούν ως σημαντικότερο εμπόδιο στην κάλυψη κενών θέσεων εργασίας, τις ελλείψεις σε δεξιότητες και όχι τη μη διαθεσιμότητα τυπικών προσόντων (τίτλοι σπουδών κλπ.).
Πρόσφατη έρευνα του ΣΕΒ έδειξε ότι το 35,6% των επιχειρήσεων του παραγωγικού τομέα της οικονομίας ήδη αντιμετωπίζει δυσκολίες στην κάλυψη κενών θέσεων εργασίας.
Μάλιστα, οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν δυσκολία στην κάλυψη κενών θέσεων απασχόλησης αναφέρουν ως σημαντικότερο λόγο την έλλειψη κατάλληλων δεξιοτήτων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι γνώσεις και δεξιότητες που είναι δυσκολότερο να εξευρεθούν είναι αυτές που αφορούν στη συγκεκριμένη θέση εργασίας (τεχνικές/επαγγελματικές δεξιότητες).
Ανάλογη εικόνα προκύπτει και από την αξιολόγηση των γνώσεων και δεξιοτήτων του υφιστάμενου προσωπικού των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα. Ειδικότερα, το 46,2% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι το προσωπικό τους δεν διαθέτει τις κατάλληλες γνώσεις και δεξιότητες.
Εκτός, όμως, από τις δυσκολίες στην κάλυψη των κενών θέσεων εργασίας, η έρευνα δείχνει ότι οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ελλείψεις γνώσεων και δεξιοτήτων και στο ανθρώπινο δυναμικό που ήδη απασχολούν, και μάλιστα σε ακόμη υψηλότερο ποσοστό.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα, το πρόβλημα της υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης είναι εντονότερο μεταξύ των νέων. Το ποσοστό της υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης στην Ελλάδα το χρονικό διάστημα 2008 – 2017 αυξήθηκε από 20,8% σε 33,4%, σημειώνοντας αύξηση κατά 60,6%. Απλουστευτικά, αυτό σημαίνει ότι 1 στους 3 Έλληνες εργάζεται σε δουλειά κατώτερη των προσόντων του. Μόλις το 55,8% των νέων που είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βρίσκουν εργασία σε διάστημα από ένα έως τρία έτη μετά την αποφοίτησή τους, ποσοστό που είναι και το χαμηλότερο μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Επιπλέον, από τους απασχολούμενους νεαρής ηλικίας που είναι απόφοιτοι Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, το 43,3% δεν απασχολείται σε θέσεις εργασίας που είναι ανάλογες των προσόντων τους.
Όσον αφορά στις απαιτούμενες δεξιότητες στην αγορά εργασίας μεταξύ των ετών 2015 και 2020 κατά σειρά αυξητικής ζήτησης, ως ποσοστό % του βασικού συνόλου δεξιοτήτων, αυτές καταγράφηκαν ως εξής: Δεξιότητες επίλυσης σύνθετων προβλημάτων (36%), Κοινωνικές δεξιότητες (19%), Δεξιότητες διαχείρισης (18%), Δεξιότητες συστημάτων (17%), Γνωστικές ικανότητες (15%), Δεξιότητες διαχείρισης πόρων (13%), Τεχνικές δεξιότητες (12%), Δεξιότητες περιεχομένου (10%), Φυσικές ικανότητες (4%).
Πλέον, εκτιμάται ότι οι δεξιότητες που είναι απαραίτητες σε έναν εργαζόμενο στην εποχή της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης είναι: Επίλυση σύνθετων προβλημάτων, Κριτική σκέψη, Δημιουργικότητα, Διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού, Συντονισμός με άλλους, Συναισθηματική νοημοσύνη, Κρίση και λήψη αποφάσεων, Προσανατολισμός υπηρεσίας, Διαπραγμάτευση, Γνωστική ευελιξία.
Σε αυτό το μεταβαλλόμενο περιβάλλον, ταχύτατα αναπτυσσόμενες τάσεις στην τεχνολογία του μέλλοντος, όπως είναι η Επαυξημένη Πραγματικότητα (Augmented Reality), η Τεχνητή Νοημοσύνη (Artificial Intelligence), τα Νευρωνικά Δίκτυα ( Neural Networks) επικρατούν ολοένα και περισσότερο, διαμορφώνοντας νέα δεδομένα στις οικονομίες και στις κοινωνίες.
Οι προκλήσεις, πλέον, για την εργασία είναι συνεχείς και ολοένα αυξανόμενες σε ένταση και έκταση. Οι θέσεις εργασίας μεσαίας εξειδίκευσης είναι όλο και περισσότερο εκτεθειμένες σε αυτές τις εξελίξεις. Υπολογίζεται ότι το 14% των υφιστάμενων θέσεων εργασίας θα μπορούσαν να εξαφανιστούν ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης εφαρμογής του αυτοματισμού στα επόμενα 15-20 χρόνια, ενώ ποσοστό 32% είναι πιθανό να αλλάξει ριζικά επάγγελμα, καθώς οι μεμονωμένες εργασίες αυτοματοποιούνται.
Όμως, δεν είναι όλοι σε θέση να επωφεληθούν από τις αναδυόμενες καλύτερες θέσεις εργασίας και, επιπλέον, δεν είναι καθόλου λίγοι αυτοί που έχουν εγκλωβιστεί σε επισφαλείς ρυθμίσεις εργασίας με μικρή αμοιβή και περιορισμένη ή καθόλου πρόσβαση στην κοινωνική προστασία, στην δια βίου μάθηση και στην συλλογική διαπραγμάτευση. Επιπρόσθετα, υφίσταται μεγάλη ανησυχία για την εργασιακή κάμψη που παρατηρείται στους εργαζομένους μεσαίας ειδίκευσης, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από τις τεχνολογικές εξελίξεις και που ερμηνεύεται ως απαξίωση των εργασιακών δεξιοτήτων μεσαίας ειδίκευσης. Ακόμη, οι ενήλικες χαμηλής ειδίκευσης σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά μέσο όρο έχουν 40% λιγότερες πιθανότητες (σύμφωνα με τις εκδηλούμενες προθέσεις τους) σε σχέση με τους ενήλικες υψηλής ειδίκευσης να συμμετέχουν σε προγράμματα κατάρτισης, τα οποία έχουν στόχο την άρση της ασυμβατότητας των απαιτούμενων εργασιακών δεξιοτήτων με αυτές που ήδη διαθέτουν.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ, τα επόμενα χρόνια ο βηματισμός και το βάθος του ψηφιακού μετασχηματισμού αναμένεται ακόμη πιο εντυπωσιακός. Οι παραγγελίες των βιομηχανικών ρομπότ έχουν τριπλασιαστεί σε μόλις πάνω από μια δεκαετία, με περαιτέρω διπλασιασμό τους έως το 2020, ενώ το ποσό των ιδιωτικών κεφαλαίων που επενδύονται στην τεχνητή νοημοσύνη διπλασιάστηκε το 2019. Παράλληλα, το μερίδιο των θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης έχει αυξηθεί κατά 25% στις χώρες του ΟΟΣΑ, συγκριτικά με τις δύο προηγούμενες δεκαετίες.
Καθώς οι τεχνολογίες και τα επιχειρηματικά μοντέλα συνεχίζουν την ταχεία εξέλιξή τους, οι εταιρείες βιώνουν μια σταδιακή αλλαγή στις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού τους, στην προσπάθειά τους να ευδοκιμήσουν και να αναπτυχθούν. Έρευνα έδειξε ότι περίπου 375 εκατομμύρια εργαζόμενοι παγκοσμίως θα πρέπει να αλλάξουν επάγγελμα την επόμενη δεκαετία για να καλύψουν τις ανάγκες των εταιρειών και ότι η αυτοματοποίηση θα μπορούσε να οδηγήσει τους εργαζομένους να κατανείμουν έως και το 30% του χρόνου τους σε νέα εργασία. Σε άλλη έρευνα για τις μελλοντικές ανάγκες εργατικού δυναμικού αναφέρεται από διευθυντικά στελέχη ότι οι οργανισμοί είτε αντιμετωπίζουν ήδη κενά δεξιοτήτων είτε αναμένουν να αναπτυχθούν κενά μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια.
Στην ίδια έρευνα το 44% των διευθυντικών στελεχών που συμμετείχαν σε αυτήν δηλώνει πως οι επιχειρήσεις τους θα αντιμετωπίσουν κενά δεξιοτήτων μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια και ένα άλλο 43% αναφέρει ήδη υφιστάμενα κενά δεξιοτήτων, υποστηρίζοντας ότι οι μεγαλύτερες ανάγκες για τις επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται προσδιορίζονται στη ανάλυση δεδομένων, στην διαχείριση της πληροφορικής, καθώς και στην εκτελεστική διαχείριση, ενώ τονίζουν πως η μεγαλύτερη αναντιστοιχία δεξιοτήτων την επόμενη πενταετία θα εστιαστεί στην ανάλυση δεδομένων και στις μαθηματικές δεξιότητες, επιμένοντας ότι η επιλογή της ανάπτυξης δεξιοτήτων στο υφιστάμενο προσωπικό φαντάζει ως πιο συμφέρουσα επιλογή στην αντιμετώπιση των κενών δεξιοτήτων από την επιλογή της πρόσληψης προσωπικού για την επόμενη πενταετία.
Σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, τα προγράμματα επανεκπαίδευσης και επανακατάρτισης των εργαζομένων επικεντρώνονται συχνότερα στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, στην κριτική σκέψη και στη λήψη αποφάσεων, στην ηγεσία και στη διαχείριση – συντονισμό του ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και στην προηγμένη ανάλυση δεδομένων, δεξιότητες που θα έχουν μεγαλύτερη ζήτηση τα επόμενα χρόνια.
Είναι ενδιαφέρον ότι, σύμφωνα με προβλέψεις, από το εργατικό δυναμικό του 2030, το οποίο ανέρχεται σε 2,66 δισεκατομμύρια, το 8 – 9 % θα απασχολείται σε νέα επαγγέλματα, σημαντικό μέρος των οποίων θα οφείλεται στην εγκαθίδρυση της αυτοματοποίησης στον εργασιακό χώρο.
Πάντως, ενώ οι μισές από τις δραστηριότητες που αφορούν σε επαγγέλματα παγκοσμίως θα μπορούσαν θεωρητικά να αυτοματοποιηθούν χρησιμοποιώντας τις τρέχουσες υφιστάμενες τεχνολογίες, εντούτοις, πολύ λίγα επαγγέλματα – λιγότερο από 5% – αποτελούνται από δραστηριότητες που μπορούν να αυτοματοποιηθούν πλήρως. Ωστόσο, σε περίπου 60% των επαγγελμάτων, τουλάχιστον το ένα τρίτο ορισμένων δραστηριοτήτων τους θα μπορούσε να αυτοματοποιηθεί, γεγονός που συνεπάγεται σημαντικούς μετασχηματισμούς και αλλαγές στο χώρο εργασίας για όλους τους εργαζομένους.
Ο αντίκτυπος του αυτοματισμού ποικίλλει ανάλογα με το επίπεδο εισοδήματος μιας χώρας, τα δημογραφικά στοιχεία και τη δομή της βιομηχανίας:
Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι ο αντίκτυπος της αυτοματοποίησης θα επηρεάσει περισσότερο την ηλικία των 45-50 ετών (εκτιμώμενος αριθμός: 800.000 εργαζόμενοι) με το ποσοστό των τρεχουσών εργασιακών δραστηριοτήτων που αναμένεται να εκτοπιστούν ως το 2030 από την αυτοματοποίηση να ανέρχεται σε λίγο πάνω από το 21%.
Οι εκτιμήσεις αναφέρουν πως σε όλον τον κόσμο, ως το 2030, μεταξύ 400 εκατομμυρίων και 800 εκατομμυρίων εργαζομένων θα μπορούσαν να εκτοπιστούν από την αυτοματοποίηση και θα πρέπει να βρουν νέες θέσεις εργασίας, σύμφωνα με τα σενάρια μέσου και ταχύτερου ρυθμού υιοθέτησης του αυτοματισμού στον χώρο εργασίας, ενώ θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με τα ίδια σενάρια, από τους συνολικά εκτοπισθέντες, 75 με 375 εκατομμύρια μπορεί να χρειαστεί να αλλάξουν επαγγελματικές κατηγορίες και να μάθουν νέες δεξιότητες, ενώ, σύμφωνα με το σενάριο υιοθέτησης της γραμμής τάσης, ο αριθμός αυτός αναμένεται να είναι πολύ μικρός – λιγότερο από 10 εκατομμύρια. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με πρόσφατες προβλέψεις, έως το 30% των ωρών εργασίας παγκοσμίως θα μπορούσε να αυτοματοποιηθεί έως το 2030, ανάλογα με την ταχύτητα υιοθέτησης, αν και οι εκτιμήσεις είναι πως ακόμη και όταν ορισμένες εργασίες είναι αυτοματοποιημένες, η απασχόληση σε αυτά τα επαγγέλματα μπορεί να μην μειωθεί, αλλά μάλλον οι εργαζόμενοι να εκτελέσουν νέες εργασίες.
Στις προηγμένες οικονομίες, διαπιστώνεται ότι τα επαγγέλματα που αντικαθίστανται από την αυτοματοποίηση αφορούν στο επίπεδο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή και χαμηλότερο, αντίθετα με τις αναδυόμενες, λόγω της αυτοματοποίησης, θέσεις εργασίας, των οποίων οι εκπαιδευτικές απαιτήσεις αφορούν σε πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Θέσεις, οι οποίες αυξάνονται ολοένα, αναλογικά με την έντονη «εισβολή» της αυτοματοποίησης στους χώρους εργασίας. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει το ζήτημα ότι για όλες τις χώρες, η αύξηση των επενδύσεων στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση του εργατικού δυναμικού θα είναι προτεραιότητα.
Επιπλέον, οι εργαζόμενοι του μέλλοντος θα ασχολούνται περισσότερο με δραστηριότητες, στις οποίες τα μηχανήματα είναι λιγότερο αποτελεσματικά, όπως στην διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, στην εφαρμογή της τεχνογνωσίας, στην επικοινωνία με άλλους, ενώ θα αφιερώνουν λιγότερο χρόνο σε προβλέψιμες φυσικές δραστηριότητες και στη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων, όπου τα μηχανήματα υπερβαίνουν ήδη τις ανθρώπινες επιδόσεις. Οι δεξιότητες και οι ικανότητες που απαιτούνται θα αλλάξουν επίσης, αφού αυξάνονται οι απαιτήσεις για περισσότερες κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες, καθώς και για προηγμένες γνωστικές δυνατότητες, όπως η λογική συλλογιστική και η δημιουργικότητα.
Οι δημόσιες δαπάνες για εκπαίδευση και υποστήριξη του εργατικού δυναμικού έχουν μειωθεί στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ, ενώ τα εκπαιδευτικά μοντέλα δεν έχουν αλλάξει ριζικά εδώ και 100 χρόνια, χρησιμοποιώντας συστήματα σχεδιασμένα προκειμένου να προετοιμάσουν τους μαθητές για μια βιομηχανική κοινωνία σε μια ταχέως μεταβαλλόμενη οικονομία της γνώσης. Είναι πλέον κρίσιμο να αντιστραφούν αυτές οι τάσεις, με τις κυβερνήσεις να μεριμνήσουν άμεσα για την μετάβαση του εργατικού δυναμικού στην εποχή της αυτοματοποίησης. Πλέον, η δημιουργία θέσεων εργασίας είναι επείγουσα προτεραιότητα.
Η κρίση του Covid – 19 έχει επιταχύνει τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την αυτοματοποίηση, παρέχοντας ευκαιρίες σε πολλούς να συνεχίσουν την εργασία από απόσταση, αλλά και διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ των εργαζομένων. Η τηλεργασία έγινε συνηθισμένη για πολλούς εργαζομένους υψηλής ειδίκευσης, αλλά παρέμεινε περιφερειακή σε πολλά επαγγέλματα χαμηλής ειδίκευσης. Στην αρχή της κρίσης, οι εργαζόμενοι χαμηλής ειδίκευσης ήταν πιο πιθανό να χάσουν τη δουλειά τους. Οι εργαζόμενοι υψηλής ειδίκευσης ήταν πιο πιθανό να μειώσουν το χρόνο εργασίας τους.
Η κρίση επιτάχυνε τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την αυτοματοποίηση, η οποία ακόμη και πριν από την πανδημία ευνόησε εκείνους με υψηλότερες δεξιότητες και σε επαγγέλματα που σχετίζονται με τις ΤΠΕ. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι προσλήψεις σε εκείνα τα επαγγέλματα που αφορούσαν δεξιότητες και φυσικές ικανότητες που είχαν ήδη χάσει έδαφος πριν από την κρίση, έχουν καταρρεύσει. Ταυτόχρονα, εκείνα τα επαγγέλματα που αφορούσαν γνωστικές και ψηφιακές δεξιότητες που προβλεπόταν να επεκταθούν, αντιστάθηκαν καλύτερα στην ύφεση των προσλήψεων. Παράλληλα, η γήρανση του εργατικού πληθυσμού μπορεί να εμποδίσει την ταχύτητα ανακατανομής θέσεων εργασίας προς αναπτυσσόμενους τομείς και επιχειρήσεις, οι οποίες συνήθως επιταχύνονται κατά τη φάση ανάκαμψης. Τέτοιες ανακατανομές συχνά απαιτούν τόσο επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα όσο και απόκτηση νέων δεξιοτήτων.
Προκειμένου να επιτραπεί στους ανθρώπους να αξιοποιήσουν καλύτερα τις ευκαιρίες που προκύπτουν από τέτοιους μετασχηματισμούς, να διατηρήσουν τη δουλειά τους ή να μετακινηθούν σε νέες, πιο παραγωγικές θέσεις, θα είναι ζωτικής σημασίας η αναβάθμιση των προσόντων και η επανεκπαίδευση. Ωστόσο, οι ευκαιρίες κατάρτισης είναι σημαντικά άνισες, ενώ οι πολιτικές δεξιοτήτων συχνά αποτυγχάνουν να προσεγγίσουν τους ενήλικες που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Κατά μέσο όρο, σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, η συμμετοχή στην κατάρτιση από άτομα με επίπεδο εκπαίδευσης χαμηλότερο της δευτεροβάθμιας είναι το ένα τρίτο της συμμετοχής των ενηλίκων υψηλής εκπαίδευσης. Ομοίως, οι εργαζόμενοι των οποίων οι θέσεις εργασίας διατρέχουν υψηλό κίνδυνο αυτοματοποίησης έχουν 50% λιγότερες πιθανότητες να ασχοληθούν με την εκπαίδευση ενηλίκων από τους συνομηλίκους τους σε εργασίες με χαμηλότερο κίνδυνο.
Οι εταιρείες αναδιαρθρώνονται με τρόπους που επιταχύνουν τις προϋπάρχουσες τάσεις της αυτοματοποίησης και της ψηφιοποίησης. Όλα αυτά θα έχουν επιπτώσεις στη δυναμική και στην έκταση της ανάκαμψης.
Πλέον, είναι σε εξέλιξη όλες εκείνες οι ραγδαίες αλλαγές που η εισβολή της αυτοματοποίησης επιβάλλει στην επαγγελματική ζωή. Στον τομέα της μεταποίησης η απασχόληση έχει μειωθεί κατά 20% τις τελευταία δύο δεκαετίες, ενώ η απασχόληση στις υπηρεσίες αυξήθηκε κατά 27%. Αυτό συνέβαλε στην πόλωση της αγοράς εργασίας, με τα ποσοστά της χαμηλής ειδίκευσης και, κυρίως τα ποσοστά των θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης να έχουν αυξηθεί, ενώ υπήρξε μια κάμψη στα ποσοστά των εργαζομένων μεσαίας ειδίκευσης. Αυτή η τάση έχει επίσης οδηγηθεί από τεχνολογικές αλλαγές στις υφιστάμενες δεξιότητες, με αύξηση της ζήτησης εργαζομένων με υψηλότερες δεξιότητες.
Κοιτάζοντας στο μέλλον, το 14% των υφιστάμενων θέσεων εργασίας θα μπορούσε να εξαφανιστεί ως αποτέλεσμα του αυτοματισμού τα επόμενα 15-20 χρόνια, αλλά ένα άλλο ποσοστό της τάξης του 32% είναι πιθανόν να αλλάξει ριζικά ως αποτέλεσμα της αυτοματοποίησης των ατομικών δεξιοτήτων. Αυτό σημαίνει ότι τα εργαζόμενα άτομα θα αντιμετωπίσουν βαθιές και γρήγορες αλλαγές: πολλοί θα πρέπει να αλλάξουν όχι μόνο τη δουλειά τους, αλλά ακόμη και το επάγγελμά τους, και οι περισσότεροι θα πρέπει να εκσυγχρονίσουν τις ικανότητές τους και τις πρακτικές στον χώρο εργασίας τους.
Καθώς τα ρομπότ, η τεχνητή νοημοσύνη και ο ψηφιακός μετασχηματισμός όλο και περισσότερο διαποτίζουν τον κόσμο της εργασίας και οι οικονομίες σε όλο τον κόσμο ενσωματώνουν τις νέες τεχνολογίες και τον αυτοματισμό, η ανησυχία ότι ο αντίκτυπος αυτών των μεγάλων τάσεων στο αριθμό θέσεων εργασίας θα είναι ισχυρός συνεχώς εντείνεται. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι το 14% των θέσεων εργασίας κινδυνεύουν από την αυτοματοποίηση.
Οι προβλέψεις για το μέλλον της εργασίας έχουν ξεκάθαρα περιγραφεί, όπως και οι απαιτήσεις των παραγόντων της αγοράς εργασίας από την ΕΕΚ. Το μέλλον της εργασίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές αποφάσεις των χωρών και την συνακόλουθη στήριξη των παραγόντων που είναι σε θέση να διαμορφώσουν προϋποθέσεις και συνθήκες ομαλής μετάβασης σε αυτό. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΕΚ έχει τεθεί και πάλι στο επίκεντρο των παρεμβατικών πολιτικών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στην Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ένα πακέτο μέτρων, που συνθέτουν μία γέφυρα προς την απασχόληση (Youth Employment Support: A Bridge to Jobs for the Next Generation) για την επόμενη γενιά. Κεντρικό πυλώνα της νέας αυτής δέσμης μέτρων αποτελεί η βελτίωση της λειτουργικότητας και της αποτελεσματικότητας της ΕΕΚ, για την υποστήριξη του βιομηχανικού μετασχηματισμού και της μετάβασης στην ψηφιακή και στην πράσινη οικονομία.
Στην χώρα μας, η ΕΕΚ συνεχίζει να αναζητεί την ταυτότητά της σε μια εποχή που δεν καθυστερεί να συναντήσει το μέλλον της. Αυτό είναι ήδη εδώ. Η μέχρι τώρα ασυμβατότητά της με τα αιτήματα της σύγχρονης εργασιακής πραγματικότητας μπορεί να βρίσκει εύκολα την αιτία της στις συνεχείς αδικαιολόγητες παλινδρομήσεις της ως αποτέλεσμα άστοχων μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων, όμως, πλέον, ο χρόνος δεν επιτρέπει την πολυτέλεια περαιτέρω κωλυσιεργιών και άστοχων (ή αστόχαστων) εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Αυτό που είναι πλέον επιτακτικό, είναι η χάραξη πολύ συγκεκριμένης εκπαιδευτικής πολιτικής και η διαμόρφωση ξεκάθαρων εκπαιδευτικών στόχων, όπως πολύ συγκεκριμένες πλέον είναι οι ανάγκες που θέτουν τα νέα δεδομένα στην αγορά εργασίας. Ο συντονισμός της ΕΕΚ με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας και η ετοιμότητά της να προσφέρει επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση εναρμονιζόμενη με τα αιτήματα της σύγχρονης τεχνολογίας είναι πλέον μονόδρομος, η αγνόηση του οποίου θα θέσει τον κόσμο της εργασίας σε έντονες περιπέτειες και το μέλλον της χώρας σε περιδίνηση με απρόβλεπτες συνέπειες.